- κεφαλάδες
- οι (Μ κεφαλάδες) [κεφαλή](στο Βυζάντιο) όλοι οι ανώτεροι αξιωματικοί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
BASSA et BASSI — BASSA, et BASSI Turcis, teste Leunclaviô, caput: Bassileri, capita sive Duces: ut a Κεφαλὴ Graecis sunt dicti Κεφαλάδες, nostris a capite Capitanei. Alias Bassus, idem quod Vassus. Sic L. Alaman. Tit. 79. §. 3. Dominus eius 12. Bassos intra domum … Hofmann J. Lexicon universale
CAPITA Militum — apud Vegetium, l. 3. c. 3. praecipui sunt primores exercitus, Gallis les Chefs: Κεφαλαὶ Graecis recentioribus. Constantinus Porphyrogen. in Tacticis, p. 8. Καὶ ἐπόιουν κεφαλην` εἰς αὐτοὺς, καὶ ἔλεγον την` μὲν κεφαλην` ςτρατηγὸν, καὶ την` φάλαγγα… … Hofmann J. Lexicon universale
CAPITANEUS — I. CAPITANEUS proprie qui praedia vel dignitatem in capite tenuit, h. e. ab ipso Rege, Baro Regis vel Regni. Plebi enim terras olim non dividebant Reges, sed vel pagos integros, vel amplas rutis pottiones Capitaneis conferebant, qui acceptas… … Hofmann J. Lexicon universale
DUX — olim nomen officiale, deine honorarium, mox feudale et hereditarium. Consularibus saeculis Imperator dictus est, sed arrogato hoc titulo primum triumphantibus, dein Caesaribus; exercituum Praefecti rarius Impp. Duces communiter appellati sunt.… … Hofmann J. Lexicon universale
από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… … Dictionary of Greek
τσακίρης — Επώνυμο Κρητικών αγωνιστών. 1. Οπλαρχηγός από τη Μεσαρά, το όνομα του οποίου είναι άγνωστο. Διακρίθηκε σε πολλές μάχες της Κρήτης υπό τις διαταγές του Μιχαήλ Κουρμούλη σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα (1821 30). Ήταν αδελφοποιός του οπλαρχηγού Μιχαήλ … Dictionary of Greek
φραγκικός — ή, ό / φραγκικός, ή, όν, ΝΜ, και φράγκικος, η, ο, Ν [Φράγκος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φράγκους (α. «η οργάνωση τού φραγκικού κράτους» β. «τοὺς κεφαλάδες κι ἀρχηγοὺς τοῡ Φράγκικου φουσσάτου», Χρον. Μoρ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή… … Dictionary of Greek
Βορινός, Δημήτριος — (; – 1892). Αγωνιστής του 1821. Γεννήθηκε στις Κεφαλάδες της επαρχίας Αποκορώνου της Κρήτης. Ο Β. σκότωσε τον Χασάν Ταπουρατζή, που τρομοκρατούσε τα χωριά του Αποκορώνου, στη μάχη κοντά στο Λούλο. Για το ανδραγάθημά του αυτό ανακηρύχτηκε… … Dictionary of Greek
Σέρρες — Πόλη (49.380 κάτ., αλλά 50.390 ο δήμος) της Ανατολικής Μακεδονίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και του ομωνύμου νομού. Διοικητικό και οικονομικό κέντρο του νομού και το μεγαλύτερο μετά την Καβάλα αστικό κέντρο Α της θεσσαλονίκης, πόλη με… … Dictionary of Greek